κοσμοπολίτικος — η, ο και κοσμοπολιτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοπολιτισμό ή στον κοσμοπολίτη 2. αυτός που συνηθίζεται σε όλα τα μέρη τού κόσμου («κοσμοπολίτικα έθιμα») 3. φρ. α) «κοσμοπολίτικη ζωή» ζωή προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες… … Dictionary of Greek
Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… … Dictionary of Greek
Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… … Dictionary of Greek
Ποτσουόλι — (Pozzuoli). Ιστορική πόλη της Ιταλίας, 12 χλμ. ΒΔ της Νάπολης με ενδιαφέροντα αρχαία μνημεία. Την ίδρυσαν το 528 π.Χ. εξόριστοι από τη Σάμο, που της έδωσαν την ονομασία Δικαιάρχεια, κατόπιν την κατέλαβαν οι Σαμνίτες και τέλος οι Ρωμαίοι (338… … Dictionary of Greek
φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… … Dictionary of Greek