κοσμοπολίτικος

κοσμοπολίτικος
-ή, -ό
επίρρ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοπολίτη.
2. κοσμοπολίτης: Αυτός είναι κοσμοπολίτικος.
3. αυτός που μπορεί να ζήσει σε όλα τα μέρη του κόσμου: Αυτά είναι κοσμοπολίτικα φυτά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • κοσμοπολίτικος — η, ο και κοσμοπολιτικός, ή, ό 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κοσμοπολιτισμό ή στον κοσμοπολίτη 2. αυτός που συνηθίζεται σε όλα τα μέρη τού κόσμου («κοσμοπολίτικα έθιμα») 3. φρ. α) «κοσμοπολίτικη ζωή» ζωή προσαρμοσμένη σε ξενικές συνήθειες… …   Dictionary of Greek

  • Ελβετία — Επίσημη ονομασία: Ελβετική Συνομοσπονδία Έκταση: 41.285 τ. χλμ Πληθυσμός: 7.258.900 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Βέρνη (122.500 κάτ. το 2001)Κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει Δ με τη Γαλλία, Β με τη Γερμανία, Α με την Αυστρία και το Λιχτενστάιν… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • Ποτσουόλι — (Pozzuoli). Ιστορική πόλη της Ιταλίας, 12 χλμ. ΒΔ της Νάπολης με ενδιαφέροντα αρχαία μνημεία. Την ίδρυσαν το 528 π.Χ. εξόριστοι από τη Σάμο, που της έδωσαν την ονομασία Δικαιάρχεια, κατόπιν την κατέλαβαν οι Σαμνίτες και τέλος οι Ρωμαίοι (338… …   Dictionary of Greek

  • φυσικοδικαιοκρατία — Όρος που καθιερώθηκε πρόσφατα διεθνώς με βάση τον όρο φυσικό δίκαιο (ius naturale), κατ’ αναλογία προς τον όρο φυσιοκρατία (naturalismus). Αφού το φυσικό δίκαιο είναι δίκαιο που δεν νομοθετήθηκε, ως φ. λαμβάνεται κάθε αντίληψη που, στη φιλοσοφία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”